αὐτογενέτωρ, -ορος, ὁ


que se produce o engendra por sí mismo μέγας θεός PMag.4.1561, κρύψον με προστάγματι τοῦ ὄντος ἐν οὐρανῷ αὐτογενέτορος PMag.13.269, en el culto crist. παντοκράτωρ πρωτογενέτωρ αὐ. Dioscorus en PMasp.188.1.