< αὐτοβοεί
αὐτοβόηθος >
αὐτοβοήθητος
,
-ον
autosuficiente
de los animales, Secund.
Vit
.76.5,
ὁ τοῦ Ἀριστοτέλους λόγος
Simp.
in Ph
.354.29.