< αὐτοβούλητος
αὐτόβουλος >
αὐτοβουλία
,
-ας, ἡ
voluntad propia
αὐ. ... πτωχὸν καθίστησι τὸν ἄνθρωπον τῶν πνευματικῶν ... χαρισμάτων
Ephr.Syr.3.255F.