αὐτερέτης, -ου
de pers. que actúa de remero como pred.
αὐτερέται ... ἦσαν καὶ μάχιμοι πάντεςTh.1.10,
αὐτερέται τὸν πλοῦν ἀνύοντεςHld.2.3.2,
ἷκτο πρὸς ᾍδην αὐτερέτης ἰδίῃ νηὶ κομιζόμενοςAP 7.305 (Adaeus), cf. Th.3.18, 6.91, Philostr.Im.1.12
•como atributo
αὐ. στρατιῶταιLongus 2.20.1.