< Αὐταῖοι
αὐταιώρητος· >
αὐταίτιος
,
-ον
causado por sí mismo
ἕνα μόνον θεὸν καταγγέλλομεν ... οὐκ αὐταίτιον καὶ αὐτογένεθλον
Const.App
.6.11.1.