< αὐταρέσκεια
αὐτάρεσκος >
αὐταρεσκέω
estar satisfecho de sí mismo
,
ser arrogante
μὴ αὐτοβούλους γίνεσθαι καὶ τῶν αὐταρεσκούντων
Tz.
H
.9.272.