αὐστηρότης, -ητος, ἡ


I de cosas aspereza, acritud del vino puro, X.An.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.HP 7.9.5
sequedad op. γλυκύτης οἴνου Pl.Tht.178c.

II de pers.

1 sequedad τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3
austeridad πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.Sac.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.

2 severidad πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465.