αὐστηρία, -ας, ἡ
I aspereza ref. a un fruto
κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίανThphr.CP 6.12.6,
ἡ τῶν φαρμάκων αὐ.Clem.Al.Prot.10.109.1.
II del carácter
1 austeridad
ἠθῶνPlb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.Stoic.3.66, cf. Aristo Phil.14.6,
τοῦ ἀνδρόςPlu.Cat.Ma.16,
ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ.D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.Paed.1.12 tít.
2 en sent. peyor. dureza, aspereza, severidad
νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναιLXX 2Ma.14, 30,
τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳEpiph.Const.Haer.30.5.6,
ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντεςLyd.Mag.3.16.