αὐξίς, -ίδος, ἡ
cría o alevín del atún
τέμαχος αὐξίδοςPhryn.Com.59,
οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραιςArist.HA 571a17
•sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado
ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃNic.Al.469.