< αὐξομειωτικός
Αὐξούμη >
αὐξοσέληνον
,
-ου, τό
astr.
el cuarto creciente de la luna
τὸ δ' αὐ. ἐκεῖνο ἐξέλιπεν, συνόδου μηκέτι γινομένης
AP
5.271 (Maced.).