αὐξιλιάριος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. αὐσι- BGU 316.8 (IV d.C.)
lat. auxiliaris en plu. tropas auxiliares
σινάτωρ νουμέρου αὐσιλ[ιαρίων] ΚωνσταντιακῶνBGU l.c., Lyd.Mag.1.46.
σινάτωρ νουμέρου αὐσιλ[ιαρίων] ΚωνσταντιακῶνBGU l.c., Lyd.Mag.1.46.