< αὐξησίφως
αὐξητής >
αὐξητέον
ret.
hay que amplificar
,
hay que exagerar
ὁμολογουμένης δ' εἶναι τῆς συνθήκης, οἰκείας μὲν οὔσης αὐ.
Arist.
Rh
.1376
b
7, cf. Men.Rh.359.