αὐλών, -ῶνος, ὁ
• Morfología: [ἡ S.Tr.100, Fr.549, Ar.Au.244, Carcinus 1d, Philostr.Im.2.6.1]
I
δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλουHdt.2.100, 127,
αὐ. ὕδατοςX.An.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.D.2.71.
2 depresión entre dos montañas, valle
ἑλείας παρ' αὐλῶναςAr.l.c.,
βαθεῖαν εἰς αὐλῶναCarcinus l.c., cf. Nic.Fr.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3,
αὐ. ΣαλημLXX Iu.4.4, cf. 10.10, 3Ma.6.17, 1Re.17.3,
ἐν ἁπλῇ αὐλῶνιPhilostr.l.c.,
αὐ. μέγαςSynes.Hymn.1.52
•barranco
περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθοςE.Rh.112,
αὐ. κελαδεινοίh.Merc.95,
βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνεςPlu.Caes.23
•desfiladero, garganta
αὐ. στεινόςHdt.7.128,
δ' ἑνὸς αὐλῶνοςHdt.7.129,
τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσινPlb.5.44.7,
ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον ΜαρσύανPlb.5.45.8,
τραχὺς αὐ. καὶ στενόποροςPlu.Luc.25, expl. como
οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό]ποιSch.Er.Il.21.283 (p.106).
3 brazo de mar entre tierras, estrecho
ΜαιωτικόςA.Pr.731,
πόντιαι αὐλῶνεςS.Tr.l.c.,
ἐπακτίαιS.Fr.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.
II tubo, conducto
ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματαPl.Ti.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.PA 664a27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.
III surco o arruga en la piel del elefante, Aret.SD 2.13.7.