< αὐλιαῖος
αὐλιεῖον >
αὐλίδιον
,
-ου, τό
1
tubo pequeño
αὐλίδιόν τινες ἐμβάλοντες τῇ ἀκοῇ
Alex.Trall.2.97.7, cf. Sch.D.T.227.21.
2
dim. de αὐλή
patio pequeño
,
PNess
.31.3, 41 (VI d.C.).