< αὐλητηρία
αὐλητής >
αὐλητήριον
,
-ου, τό
1
sent. dud., quizá
sonido como el de una flauta
σύμμικτον ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον
Trag.Adesp
.420.
2
τόπος παρὰ Ταραντίνοις
Hsch.