αὐλητρίδιον, -ου, τό
dim. o despect. de αὐλητρίς flautistilla
τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβεινTheopomp.Hist.213, cf. Com.Adesp.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e.
τοὺς νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις [καὶ] παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβεινTheopomp.Hist.213, cf. Com.Adesp.254.34Au., D.L.7.13, Ath.607e.