αὐθόρμητος, -ον
1 autoimpulsado
αὐ. καὶ αὐτοκίνητοςEustr.in EN 33.29,
τοὺς τρίποδας ὁ ποιητὴς πλάττει καὶ αὐθορμήτουςEust.1148.13.
2 adv. -ως espontáneamente
ἐρωτῆσαι αὐ. ἐκεῖνονEust.1370.23.
αὐ. καὶ αὐτοκίνητοςEustr.in EN 33.29,
τοὺς τρίποδας ὁ ποιητὴς πλάττει καὶ αὐθορμήτουςEust.1148.13.
ἐρωτῆσαι αὐ. ἐκεῖνονEust.1370.23.