< αὐθεντόπωλος
αὐθερμήνευτος >
αὐθέντρια
,
-ας, ἡ
dueña
,
señora
,
TAM
5.795.17 (III d.C.),
φύλαξ οὖσα (ἡ τριάς) ὑμετέρα καὶ αὐ. τῆς βασιλείας
Leo Mag.
Ep
.44.2 (p.26.23).