αὐθέκαστος, -ον
• Morfología: [compar. αὐθεκαστότερος Phld.Piet.p.120.14]
I
ἐν τῷ δικαίῳ ὄρθιος καὶ αὐ.Plu.Cat.Ma.6, fig. de la zorra
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων ... ἡ δ' αὐ.Philem.93.7
•del
λόγοςPhld.l.c.
•del estilo de Tucídides, D.H.Comp.22.6.
2 en sent. peyor. rígido, tozudo, áspero
τραχὺς ἄνθρωπος ... αὐ. τῷ τρόπῳMen.Sam.550, cf. Men.Fr.736, Plu.2.11d, Luc.Phal.1.2,
ὁ νουθετητὴς παραγίνεται ὁ αὐ.Ph.2.519.
II autosuficiente
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόνThem.Or.34.446.
III adv. -ως
1 sinceramente, sin artificio
πρὸς τὸ τῇ Σπάρτῃ συμφέρον αὐ. στρατηγοῦντοςPlu.Lys.21.
2 tajantemente
αὐ. ... φασι τὸ καλού[μ]ενονPhld.Sign.32.32; cf. αὐτοέκαστος.