αὐθάδεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): poét. αὐθαδία A.Pr.436, 1034, S.OT 549, Ant.1028, E.Med.621, 1028, Ar.Th.704, tb. tard. BGU 1187.21 (I a.C.), PGen.31.9 (II d.C.), POxy.2672.14 (III d.C.), PCair.Isidor.74.11 (IV d.C.)
autocomplacencia, arrogancia, obstinación, orgullo
μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν μεA.Pr.436, op.
εὐβουλίαA.Pr.1034, 1037,
εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίςS.OT 549,
αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνειS.Ant.1028,
αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖE.Med.621,
ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίαςE.Med.1028,
οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν ἄγαν αὐθαδίανAr.Th.704,
ἡ δ' αὐ. καὶ δυσκολία ψέγεταιPl.R.590a,
ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικοςPl.Ep.321b,
βαρέως αὐτοῦ τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερονPlb.16.22.1,
τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν ἈχαιῶνPlb.Fr.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5,
ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳIG 7.2725.27 (Acrefía II a.C.),
ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντεςPlu.Dio 8,
πέπαυται αὐθάδεια καὶ πλοῦτος ἀσεβῶνLXX Is.24.8,
σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσειI.AI 15.101, cf. 12.29, BI 4.94,
τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίανAch.Tat.8.8.12,
αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτοD.C.Fr.85.1,
τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριονClem.Al.Paed.2.7.58,
μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσαIsid.Pel.Ep.M.78.681C
•definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la ἀρέσκεια cuyo término medio es la σεμνότης:
σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείαςArist.EE 1233b34, cf. 1221a8, MM 1192b30
•antipatía, grosería uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.Char.15.1
•insolencia, osadía c. idea de agresividad
βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ]νχρησάμενοιBGU l.c., cf. PGen.l.c., POxy.l.c., PCair.Isidor.l.c.