αὐθυπότακτος, -ον


gram. subordinado por sí mismo, e.d., sin conjunción αὐθυπότακτα δέ εἰσιν, ἤγουν αὐτὰ καθ' αὑτὰ ὑποτάσσονται, χωρὶς ὑποτακτικοῦ μορίου Hdn.Epim.278, op. ἀνυπότακτος AB 1086, cf. Sch.D.T.302.29, Eust.251.40, 684.18, EM 304.37G., Et.Gud.241.5.