αὐθεκούσιος, -ον
I
προαίρεσιςEus.PE 6.6.63,
ἀναχώρησιςEus.PE 7.16.3,
ὑπακοήEus.E.Th.3.15.
2 neutr. subst. τὸ αὐθεκούσιον el libre arbitrio, el albedrío
ὁ τοῦ αὐθεκουσίου λόγοςEus.PE 6.6.21,
τὸ αὐθεκούσιον τῆς ψυχῆςEus.PE 6.6.33.
II adv. -ως voluntariamente
καί τινας ἀσκητικὰς προτροπὰς αὐ. ἀγαπήσασαEus.PE 6.6.35.