αὐγάζω
• Morfología: [lacon. imperat. med. αὐγάσδεο Carm.Pop.24.2]


I tr.

1 ver, contemplar en v. act. ἄξενον αὐγάζων ὅρμον S.Ph.217, ἔγχος αὐγάζοντα E.Rh.793, ὅστις ἀλιτροὺς αὐγάζειν ... οὐ δύναται Call.Fr.85.15, δοιὼ μὲν ἁρπακτῆρας αὐγάσαι λύκους Lyc.147, αὐγάζω τὸν ἄφυκτον ... Ἔρωτα AP 9.221 (Marc.Arg.), cf. 7.726 (Leon.), (θεός) ὃς τὰ ὅλα αὐγάζει Ph.1.566, cf. 2.156
fig. εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου 2Ep.Cor.4.4
tb. en v. med. οἷος ἐγὼν ἵππους αὐγάζομαι Il.23.458, οὐδ' αὐγάζῃ ... φλόγα; E.Ba.596, ὄφρα σε κόσμος ... πάππον ... αὐγαζηται AP 9349 (Leon.), por atracción οἷς δέ κεν ... αὐγάσσηαι Call.Dian.129.

2 del sol y la luna iluminar, alumbrar τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς Ἅλιος αὐγάζει E.Hec.637, (σελήνη) αὔγαζε χρυσέην Καλλίστιον AP 5.123 (Phld.), cf. Orph.H.7.10
fig. Χριστοῖο μέγα κλέος αὐγάζεσκε Gr.Naz.M.37.410A.

II intr.

1 mirar en v. act. Ζεὺς ἑδράνων αὐγάζων ἐξ οὐρανίων E.Hel.1318
en v. med. οὐδὲ πρὸς ἄλλους αὐγάσεαι Hes.Op.478, μηδ' ἀπὸ τῶ τέγεος ... αὐγάσσησθε Call.Cer.4, ἀνέρα κεῖνον ... ὑπὸ χθονὸς αὐγάζεσθαι A.R.1.155
abs. αἱ δὲ λῇς, αὐγάσδεο y si quieres, mira, Carm.Pop.l.c.

2 resplandor de la luna y el sol διχόμηνις ἀπ' αἰθέρος αὐγάζουσα ... σεληναίη A.R.1.1231, Hymn.Mag.20.31, ἥλιος PMag.3.143.

3 aparecer en v. med. εἰ δέ κ' ὀπωρινοῖς ἐνὶ γλήνεσιν αὐγάζοιτο Χελάων Max.11.

4 decolorarse, emblanquecerse de las manchas de la lepra τὸ ὑγιασθὲν τοῦ κατακαύματος αὐγάζον τηλαυγὲς λευκόν LXX Le.13.25
tb. c. ac. interno αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38
part. subst. zona descolorida de la piel ἐὰν ἴδῃ ὁ ἱερεὺς ... οὐκ ἔστιν ἐν τῷ αὐγάζοντι θρὶξ λευκὴ LXX Le.13.26.