< Αὐγουστήσιοι
Αὐγουστόβονα >
αὐγούστιον
,
-ου, τό
quizás
una medida
ξέσται χάλκεοι βʹ ἔχοντες τρία αὐγούστια
IGCh
.290.5 (Licia IV d.C.).