< Αὐγουστάλια
Αὐγουστάλιος >
αὐγουσταλιανός
,
-ή, -όν
augustal
rel. a la orden de los augustales
τάξις
POxy
.1882.4, 8 (VI d.C.),
PWash.Univ
.6.4 (VI/VII d.C.).