αὐαίνω
• Morfología: [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]
I en v. act.
1 gener. secar
(ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιονHdt.1.200.
2 fig. marchitar
αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμεναmarchita las nacientes flores del infortunio Sol.3.35
•de pers. consumir, agotar
αὐανῶ βίονS.El.819.
II intr. en v. med.-pas.
1 secarse
(ῥόπαλον) αὐανθένOd.9.321,
αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳen contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3,
ὑγρὸν αὐαίνεταιHeraclit.B 126,
σκύλοςMeropis 6.2,
αὐανθεὶς πυθμήνA.Ch.260,
ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃHp.Nat.Puer.17, cf. Mul.1.17
•de plantas marchitarse, agostarse
ὑπὸ τοῦ καύματοςX.Oec.16.14,
διὰ ξηρότηταX.Oec.19.11,
πεύκη καὶ ἐλάτη ... αὐαίνονταιThphr.HP 3.7.1, cf. CP 3.10.8,
ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρόςPlot.4.4.32,
ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδραD.C.Epit.8.6.16,
σταφυλήQ.S.11.148.
2 fig. de pers. consumirse
αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνοςS.Ph.954,
ἠυαινόμην θεώμενοςAr.Fr.660,
ὁ ἐραστὴς ὁ ἄρρην αὐαίνεταιAch.Tat.1.17.4
•c. ac. de rel.
ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηταιQ.S.10.278.
• Etimología: V. αὖος.