< αὔανσις
αὐαντήρ >
αὐαντή
,
-ῆς, ἡ
enfermedad desecante
ἑτέρη νοῦσος ἡ λεγομένη αὐαντή
Hp.
Morb
.2.66, cf. Hp. en Gal.19.86 (cf. αὐαψή).
• Etimología:
V. αὐαίνω.