αἶψᾰ
• Alolema(s): cret. αἶπσα ICr.4.91.1 (Gortina V a.C.)
al punto, rápidamente, en seguida
αἶψα μαλ' ... ἐλθέIl.4.70, cf. 1.303,
αἶψα δ' ἔπειταOd.15.193, Hes.Sc.465,
αἶ. δὲ δεῖπνον ἕλοντοOd.9.86,
αἶ. ... κατέπαυσενHes.Th.87,
οὐδ' αἶψα λιμὸν οἰκίης ἀπώσεταιSemon.8.101,
νεφέλας αἶ. διεσκέδασενSol.1.18,
αἶ. δ' ἀπολήγουσ' ἄνεμοιTheoc.22.19,
αἶ. γὰρ φάτις γένοιτοSol.2.5, cf. Thgn.663, Pi.P.4.133, Emp.B 35.14, A.Supp.481,
αἶψα δὲ κυμαίνουσαν ἀπαίνυτο χυτρίδα κοίληνCall.Fr.244,
αἶψα γὰρ ἦλθεν στιβήεις ἄγχαυροςCall.SHell.288.63,
αἶπσα [δ]ὲ ϜεργακσάμενοςICr.l.c., cf. Hes.Op.45, Tyrt.8.21, Sapph.1.13,
αἶ. θανὼν μετὰ ...tras morir justo después de ..., IG 14.63.1 (Siracusa V d.C.).
• Etimología: Cf. αἰπύς.