< αἰφνηδόν
αἰφνιδιάζω >
αἴφνης
adv.
de repente
θαῦμα δ' ἦν αἴ. ὁρᾶν
E.
IA
1581,
ὁ κύων αἴφνης πηδήσας αὐτὴν διεσπάραξεν
Aesop.268.3.10.
• Etimología:
Cf. αἰπύς.