< αἰσχρουργός
Αἰσχύλειος >
αἴσχρωμα
,
-ματος, τό
• Grafía:
graf. εἴσ-
infamia
o
calumnia
δ[ια]βεβληκέναι ἡμᾶς εἴσχρωμα
PStras
.652.54, cf. 63 (II d.C.).