< Αἱρησῐτείχης
Αἱρισεύς >
αἴρινος
,
-η, -ον
de cizaña
ἄλευρον
Dsc.2.112, Archig. en Orib.8.46.3, Gal.11.846,
ἄλητα
Aret.
CA
2.6.3.