αἴθυγμα, -ματος, τό
chispa, destello
τὰ τῶν ὅπλων αἰθύγματαOnas.28,
μικρὸν αἴ. πυρόςD.Chr.80.5
•fig.
ἔστι ταύτης (τῆς ψυχῆς) πάθη ἐκ μικρῶν αἰθυγμάτων ἐγειρόμεναPorph.Ep.Aneb.2.4
•esp. c. el sent. de huella, indicio
ἐγκαταλείπουσί τινα ... τῆς πρὸς αὑτοὺς εὐνοίας αἰθύγματαPlb.4.35.7, cf. 20.5.4,
μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. πρὸς τοὐναντίονni huella ni indicio de lo contrario Phld.Sign.29.3, cf. 18.30,
τούτων ... τι παντελῶς ἀμαυρὸν αἴ.Plu.2.966b,
λόγου μὲν καὶ φρονήσεως μικρά τινα ... αἰθύγματαIambl.Protr.5.
• Etimología: Cf. αἴθω.