< Αἰητίς
αἰητός >
αἴητος
,
-ον
sent. dud. quizá
terrible
,
asustante
πέλωρ
de Hefesto
Il
.18.410, cf.
αἴητον· πνευστικόν, ἢ πυρῶδες, ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου
Hsch.