< Αἴγουα
Αἴγουσα >
αἴγουρος
,
-ου, ὁ
cierto
pastel
o
torta
γουρόν· τὸν πλακοῦντα, ὃν ἡμεῖς αἴγουρον καλοῦμεν
Phot.
γ
190.