< αἱματοφλεβοστάσιες
αἱματοχαρής >
αἱμᾰτόφυρτος
,
-ον
manchado de sangre
βέλη
AP
5.180 (Mel.),
φόνος
Phleg.36.3.9, de pers., Pall.
V.Chrys
.6.135.