< αἱμᾰτοσφᾰγής
αἱματοφλεβοστάσιες >
αἱμᾰτουργός
,
-ή, -όν
que produce sangre
,
asesino
Ἄρεως δύναμις
Porph. en Eus.
PE
3.11.39.