αἱμᾰτοστᾰγής, -ές


1 que gotea sangre φόνος A.A.1309, ἄχθος A.Ch.842, Ἀχερόντιός τε σκόπελος Ar.Ra.471, κηλίς E.Fr.871.

2 envuelto en sangre νεκροί A.Th.836, σώματα E.Supp.812.