< Αἵμων
αἱμωπός >
αἱμώνιος
,
-ον
rojo sangre
σῦκα ... ἅπερ διὰ τὸ ἐρυθρῶδες καὶ τῆς προσηγορίας ταύτης ἔτυχεν
Ath.76b.