< αἱμοχᾰρής
αἱμοχροώδης >
αἱμόχροος
,
-ον
• Alolema(s):
contr.
-χρους
, -ουν Ps.Callisth.57.19
1
sanguinolento
ὕδωρ
Ps.Callisth.l.c.
2
colorado
παρειαί
Physiog
.2.227.