< Αἱμόστρατος
αἵμους· >
αἱμουρία
,
-ας, ἡ
medic.
micción sanguinolenta
ἡ αἱ. ἀπὸ τῆς τῶν νεφρῶν ἀσθενείας καὶ ξηρότητος πνεύμονος γίνεται
Hippiatr.Cant
.33.4.