< αἱμόρροος
αἱμορρυγχιάω >
αἱμορροώδης
,
-ες
• Alolema(s):
cf. tb.
αἱμορρώδης
1
de hemorragia
o
flujo de sangre
σημεῖα
Hp.
Coac
.306, cf. 334.
2
del flujo hemorroidal
Hp.
Coac
.339.