< αἱμόδωρον
αἱμόκερχνος >
αἱμοειδής
,
-ές
de aspecto sanguinolento
de los riñones
δεξαμεναί
Ph.2.244,
ἐὰν ... ἀποτιλήσῃ τι αἱ.
Hippiatr
.71.4.