< αἱμᾰτοχάρμης
αἱματοχυσία >
αἱματοχύσημα
,
-ματος, τό
derramamiento de sangre
οἱ βασιλεῖς ποιήσουν δικασήματα καὶ αἱματοχυσήματα
Cat.Cod.Astr
.12.140.