< αἱματοδόχος
αἱμᾰτόεις >
αἱματοειδής
,
-ές
de color rojo sangre
φρίκη
D.S.17.10,
ἥλιος
Sibyll.Tib.24, 25, 26,
ref. una gema
λίθος
Orph.
L.Ker
.29.2.