< αἱμαπτοϊκός
αἱμάρ<ρ>οϊα >
αἱμαρρόεις
,
-εσσα, -εν
• Grafía:
graf. ἑμαρώεις
ensangrentado
καὶ κατακόψαντες αὐτοὺς καὶ ἑμαρώεις ποιησάμενοι
Melit.Fr.Pap
.59.14.