< αἱμᾰλέος
αἱμαλωπιάω >
αἱμαλώδης
,
-ες
var. antigua frec. de αἱματῶδης
sanguinolento
οὔρει αἱμαλῶδες
Hp. en Erot.64.9, pero v. αἱματώδης.