αἰόνημα, -ματος, τό


medic. afusión, ducha τοῖς παραμυθουμένοις αἰονήμασι καὶ καταπλάσμασι χρηστέον Paul.Aeg.3.45.4, cf. D.C.55.17.1, EM 348.26G.