< αἰώνιος
αἰώνισμα >
αἰωνιότης
,
-ητος, ἡ
1
eternidad
(τὸ πνεῦμα) αἰωνιότης ὑπάρχει
Didym.M.39.517B, cf. M.39.708A.
2
perpetuitas
,
Gloss
.2.221.