αἰχμάλωτος, -ον
I
ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασινA.A.334,
χρήματαA.Eu.400,
ὅπλαE.Heracl.695, cf. D.19.139,
νῆεςX.HG 2.3.8, cf. Plb.1.28.7, D.C.51.1.2,
πλοῖαPlb.1.61.8,
πηδάλιαIG 22.1607.17, cf. 1610.23 (ambas IV d.C.),
χώραPlu.Pomp.31,
μηχανήματαD.C.68.9.3
•subst. τὰ αἰχμάλωτα botín X.HG 4.1.26, 4.6.6.
2 de pers. prisionero, cautivo Hdt.6.79, A.Fr.47a.1.13, And.4.22,
φυγάδεςPlb.21.32c.3, cf. PLille 3.66 (II a.C.), PPetr.2.29e.1 (III a.C.),
φρούριαD.C.Epit.71.10,
αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομενE.Heracl.962,
νομίζειν εἰλῆφθαι ταύτην αἰχμάλωτονX.Cyr.3.1.37,
ἄγεινX.Cyr.4.4.1,
αἰ. γίγνεσθαιX.Cyr.3.1.7, IG 22.657.20 (III a.C.), ICr.2.5.19.6 (Axo II a.C.),
τοὺς ἐχθροὺς αἰχμαλώτους κεχειρωμένουςPl.Lg.919a,
εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ... κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψινLXX Is.61.1 (= Eu.Luc.4.18, Ep.Barn.1.4.9)
•subst. ἡ αἰ. la cautiva, la esclava
ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδεA.A.1440, cf. S.Tr.417, E.Andr.908, Men.Mis.A37
•subst. τὸ αἰ. esclavo D.S.13.57.
3 del cautivo, propio de prisionero
δουλοσύνηHdt.9.76,
†εὐνὰν αἰχμάλωτον†A.Th.364,
τύχηD.S.27.6, Lib.Or.59.157.
II desterrado c. gen.
παραδείσουde Judas, Eus.Alex.Serm.M.86.533A.
III ἡ αἰ. cierto enyesado Aët.15.20.