αἰχμοφόρος, -ον
1 guerrero portador de lanza, lancero Hdt.1.103, 215, D.H.2.13, Them.Or.5.66b.
2 guardia personal, de corps B.11.89, Hdt.1.8,
ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροιThem.Or.19.226a
•pretoriano Hdn.1.10.6.
ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροιThem.Or.19.226a